- αποφθεγματικος
- ἀποφθεγματικόςἀπο-φθεγμᾰτικός3состоящий из сжатых изречений, сентенциозный
(λόγοι, βραχιλογία Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λόγοι, βραχιλογία Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποφθεγματικός — dealing in apophthegms masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφθεγματικός — ή, ό (AM ἀποφθεγματικός, ή, όν) 1. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά 2. λιγόλογος, λακωνικός … Dictionary of Greek
αποφθεγματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που μιλά με αποφθέγματα, με φράσεις σύντομες και επιγραμματικές: Στη διατύπωση των σκέψεών του ήταν αποφθεγματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποφθεγματικόν — ἀποφθεγματικός dealing in apophthegms masc acc sg ἀποφθεγματικός dealing in apophthegms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθεγματικούς — ἀποφθεγματικός dealing in apophthegms masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθεγματική — ἀποφθεγματικός dealing in apophthegms fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθεγματικήν — ἀποφθεγματικός dealing in apophthegms fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθεγματικῶς — ἀποφθεγματικός dealing in apophthegms adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφοριστικός — ή, ό (AM ἀφοριστικός, όν) [αφορίζω] 1. διατυπωμένος με μορφή αφορισμού, αποφθεγματικός 2. αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό μσν. ο ικανός να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει … Dictionary of Greek
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek
πολυγνώμων — ον, Α 1. πολύ γνωστικός, πολύ συνετός («πολυγνώμων μᾱλλον ἢ πολύλογος ἦν», Δίων Κάσσ.) 2. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά, ο αποφθεγματικός («δογματίας καὶ πολυγνώμων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνώμων (< θ. γνω τού… … Dictionary of Greek